ξιφολόγχη

ξιφολόγχη
baïonnette

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ξιφολόγχη — η φορητό όπλο που μοιάζει με το ξίφος και με τη λόγχη και προσαρμόζεται στο άκρο τής κάννης τού τουφεκιού, αλλ. μπαγιονέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + λόγχη. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. bayonette tranchante και μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ …   Dictionary of Greek

  • ξιφολόγχη — η είδος λόγχης που προσαρμόζεται στην κάννη του όπλου, αλλ. μπαγιονέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

  • μπαγιονέτα — η ξιφολόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bajonetta < γαλλ. bayon ette από την πόλη Bayonne τής ΝΔ. Γαλλίας] …   Dictionary of Greek

  • ξιφοδρέπανο — το (Α ξιφοδρέπανον) κυρτό ξίφος σε σχήμα δρεπανιού («ξιφοδρέπανον ἡ λεγομένη ἅρπη, ὅπλον», Ησύχ.). νεοελλ. κοντό ξίφος, ελαφρά κυρτωμένο, που χρησιμοποιείται ως ξιφολόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δρέπανον] …   Dictionary of Greek

  • οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… …   Dictionary of Greek

  • μπαγιονέτα — η (λ. ιταλ.), η ξιφολόγχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”